αντάτζιο

αντάτζιο
(adagio). Μουσικός όρος ο οποίος υποδηλώνει τον αργό ρυθμό με τον οποίο πρέπει να παιχτεί ένα κομμάτι. Καμιά φορά α. αποκαλείται και ολόκληρο το κομμάτι. Υπάρχει επίσης και α. νον τρόπο (non troppo), που σημαίνει όχι πάρα πολύ αργά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λέντο — μουσ. 1. μουσικός όρος που δηλώνει ότι ένα τεμάχιο πρέπει να εκτελεστεί αργά, μεταξύ τού λάργκο και τού αντάτζιο 2. το μουσικό τεμάχιο που εκτελείται με αυτήν τη ρυθμική αγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lento «αργός»] …   Dictionary of Greek

  • παραλλαγή — (Μουσ.). Η τροποποίηση (ρυθμική, αρμονική, μελωδική, αντιστικτική) ενός δεδομένου μουσικού θέματος. Από ιστορική άποψη, η π. ξεκινά από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού. Το προς π. «θέμα» ήταν το λειτουργικό άσμα, που, πέρα από τις διάφορες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”